- κολάι
- το1. ευκολία, ευχέρεια2. φρ. α) «κάθε δουλειά έχει το κολάι της» — κάθε εργασία έχει ειδικό τρόπο εκτέλεσηςβ) «πήρε το κολάι» — έμαθε την τέχνη να κάνει κάτι ή αντιμετωπίζει τα πράγματα με ευκολίαγ) «κάνω κολάι» i) διευκολύνωii) καταβάλλω την πρέπουσα προσοχή.[ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. kolay].
Dictionary of Greek. 2013.